- πολύπνοια
- η, ΝΑ [πολύπνους]νεοελλ.ιατρ. ταχύπνοια, μεγάλη επιτάχυνση τής αναπνοήςαρχ.σφοδρότητα τού ανέμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek